-
1 διαρριπτεω
(только praes. и impf.)1) разбрасывать, бросать(κάρυ΄ ἐκ φορμίδος τοῖς θεωμένοις Arph.; τι εἰς τέν ὁδόν Aeschin.)
2) размахивать, вилять(ταῖς οὐραῖς и τὰς οὐράς Xen.)
3) бросаться(ἐν τῇ θαλάττῃ Xen.)
-
2 διασαινω
-
3 συνεπικραδαινω
См. также в других словарях:
σηνούροι — οἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ταῑς οὐραῑς σαίνοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ιων. τ. τού σαίνουροι < σαίνω «κουνώ την ουρά μου» + ουρος (< οὐρά), πρβλ. σεί ουρος. Για το η τού τ. πρβλ. σπάνιο τ. ἔσηνα, αόρ. τού σαίνω] … Dictionary of Greek